παραγινώσκω

Revision as of 17:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

later for παραγιγνώσκω.

French (Bailly abrégé)

réc. c. παραγιγνώσκω.

Greek Monolingual

Α
1. αποφασίζω ενάντια στο ορθό και το δίκαιο, πλανώμαι ως προς την κρίση και την απόφαση μου
2. παρανομώ («οὐδὲν θαυμαστὸν ὑπὲρ τούτων περὶ αὐτοῦ παραγνώναι τοὺς δικαστάς»).

German (Pape)

späterπαραγιγνώσκω.