παραγιγνώσκω
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
later παραγινώσκω, decide wrongly, commit an error of judgement, ὑπὲρ τούτων περὶ αὐτοῦ X.Mem.1.1.17; π. τοῦ δικαίου Philostr.VS2.27.2.
German (Pape)
[Seite 474] später -γινώσκω (s. γιγνώσκω), eigtl. am Rechte vorbei erkennen od. entscheiden, τοῦ δικαίου, falsch od. ungerecht entscheiden, falsch urteilen, Xen. Mem. 1, 1, 17; Isocr. 12, 17; Sp.
French (Bailly abrégé)
f. παραγνώσομαι, etc.
savoir ou décider à côté, à faux, mal.
Étymologie: παρά, γιγνώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-γιγνώσκω, later παραγινώσκω, verkeerd oordelen.
Russian (Dvoretsky)
παραγιγνώσκω: поздн. παραγῑνώσκω ложно судить, заблуждаться (ὑπέρ τινος Xen.).
Greek Monolingual
Α
1. αποφασίζω ενάντια στο ορθό και το δίκαιο, πλανώμαι ως προς την κρίση και την απόφαση μου
2. παρανομώ («οὐδὲν θαυμαστὸν ὑπὲρ τούτων περὶ αὐτοῦ παραγνώναι τοὺς δικαστάς»).
Greek Monotonic
παραγιγνώσκω: μετέπειτα -γῑνώσκω, μέλ. γνώσομαι, αόρ. βʹ ἔγνων· αποφασίζω εσφαλμένα, κάνω λάθος στην κρίση μου, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
παραγιγνώσκω: παρὰ μεταγεν. -γῑνώσκω: μέλλ. -γνώσομαι: ἀόρ. β΄ παρέγνων: - ἀποφασίζω παρὰ τὸ ὀρθόν, πλανῶμαι ἐν τῇ κρίσει καὶ ἀποφάσει μου, παρανοῶ, ὑπὲρ τούτων περὶ αὐτοῦ Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 17· π. τοῦ δικαίου Φιλόστρ. 616.
Middle Liddell
later -γῑνώσκω fut. -γνώσομαι aor2 -έγνων
to decide wrongly, err in their judgment, Xen.