ἀνάρτιος

Revision as of 15:33, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

ον, A uneven, odd, Pl.Phd.104e, al. 2 at odds with one, hostile, Plu.2.1030a.

Spanish (DGE)

-ον impar ἡ τριάς Pl.Phd.104e, cf. Meth.Symp.3.3.

German (Pape)

[Seite 206] ungerade, Plat. Phaed. 104 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 c. ἀνάρσιος;
2 impair.
Étymologie: , ἄρτιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάρτιος:
1 Plut. = ἀνάρσιος;
2 нечетный (ἀ. ἡ τριάς Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρτιος: -ον, ὁ μὴ ἄρτιος, περιττός, ἀντίθετον τῷ ἄρτιος, Πλάτ. Φαίδων 104Ε, καὶ ἀλλ. 2) ἐχθρός, ὁ ἐχθρικῶς διακείμενος, ἀναρτίους δὲ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τοὺς πολεμίους [καλοῦντας] Πλούτ. 2. 1030Α.

Greek Monolingual

ἀνάρτιος, -ον (Α)
1. (για αριθμό) αυτός που δεν είναι άρτιος, ο περιττός
2. εχθρός, αντίπαλος.

Greek Monotonic

ἀνάρτιος: -ον, ο μη άρτιος, περίεργος, αντίθ. προς το ἄρτιος (ίσος), σε Πλάτ.

Middle Liddell


uneven, odd, opp. to ἄρτιος (even), Plat.

English (Woodhouse)

odd, of number