σχίσις

Revision as of 16:40, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

[ῐ], εως, ἡ, (σχίζω) A cleavage, parting, Pl.Phd.97a, 101c; of roads, ib.108a; of the wings of birds (cf. σχιζόπτερος), Arist.HA 532a26; of the feet of animals (cf. σχιζόπους), Id.PA663a31; of a plant, Dsc.4.187; of rivers, Plu.2.93f; κατὰ τὴν σχίσιν at the cleavage (of the gullet into oesophagus and trachea), cj. for κατὰ σχέσιν (v.l. κατάσχεσιν) in Archig. ap. Orib.8.1.18; ἀδένες . . σχίσεις ἀγγείων στηρίζοντες Gal.6.674, cf. 15.532. 2 curdling, τοῦ γάλακτος (v. σχίζω 1.3) Id.6.694, Philum. ap. Orib.45.29.10.

German (Pape)

[Seite 1056] ἡ, das Spalten, Trennen; Plat. Phaed. 97 a; vom Wege, ἔοικε σχίσεις τε καὶ περιόδους πολλὰς ἔχειν, 108 a.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
fente, séparation.
Étymologie: σχίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχίσις -εως, ἡ [σχίζω] het splitsen, splitsing.

Russian (Dvoretsky)

σχίσις: εως (χῐ) ἡ
1 расщепление, разделение Plat.;
2 разветвление (τῶν κεράτων Arst.);
3 раздвоение, раздвоенность (τῆς ὁπλῆς Arst.);
4 ответвление, ветка (τῆς ὁδοῦ Plat.);
5 рукав (τοῦ ποταμοῦ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σχίσις: [ῑ], -εως, ἡ, (σχίζω) τὸ σχίζειν, διασχίζειν, διάσχισις, διαίρεσις, σχίσιμον, Πλάτ. Φαίδων 97Α, 101C· ἐπὶ ὁδῶν, αὐτόθι 108Α· ἐπὶ τῶν πτερύγων τῶν πτηνῶν (πρβλ. σχιζόπτερος), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 8· ἐπὶ τῶν ποδῶν ζῴων, πρβλ. σχιζόπους), ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 2. 8· ἐπὶ ποταμῶν, Πλούτ. 2. 93F. 2) ἡ σχ. τοῦ γάλακτος (ἴδε σχίζω 3), Ὀρειβάσ. 63 Mai. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, ΜΑ σχίζω
η ενέργεια του σχίζω, σχίσιμο («αὕτη αἰτία γέγονεν, ἡ σχίσις, τοῦ δύο γεγονέναι», Πλάτ.)
αρχ.
1. διακλάδωση («ἔοικε σχίσεις τε καὶ περιόδους πολλὰς ἕχειν [ἡ πρὸς τὸν Ἅδην ὁδός]», Πλάτ.)
2. φρ. «σχίσις τοῦ γάλακτος» — ο διαχωρισμός του τυριού από το τυρόγαλα (Γαλ. Ορειβ.).

Greek Monotonic

σχίσις: -εως, ἡ (σχίζω), σχίσιμο, ενέργεια ή διαδικασία σκισίματος, διαμερισμός, διάσχιση, αποκοπή, διχασμός, διαχωρισμός, διαίρεση, σε Πλάτ.

Middle Liddell

σχῐ́σις, εως, σχίζω
a cleaving, cleavage, parting, division, Plat.

English (Woodhouse)

branching, bend of a road, parting of roads