ἐκκορίζω

Revision as of 13:06, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

(κόρις) A to clear of bugs, AP9.113 (Parmen.), cf.foreg. II (κόρη) sens. obsc., take the virginity, deflorate, deflower, Eup.233.

Spanish (DGE)

1 limpiar esp. de chinches τί ... μ' ἐκκορίζεις ὡσπερεὶ κλιντήριον; Ar.Fr.277, cf. Thphr.Char.22.12, τοὺς κόρις ἐκκορίσας habiendo limpiado de chinches, AP 9.113 (Parmen.).
2 desvirgar τὸν κύσθον ἐκκορίζειν Eup.247.

German (Pape)

[Seite 764] auswanzen, τοὺς κόρις Parmen. 11 (IX, 113); vgl. Eupol. Schol. Ar. Pax 1176.

French (Bailly abrégé)

déflorer.
Étymologie: ἐκ, κόρη.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκορίζω: шутл. (о клопах) уничтожать (τοὺς κόρις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκορίζω: (κόρις) «ξεκοριάζω», φονεύω κοριούς, «οἱ κόρις ἄχρι κόρου κορέσαντό μου, ἀλλ’ ἐκορέσθην ἄχρι κόρου καὐτὸς τοὺς κόρις ἐκκορίσας» Ἀνθ. Π. 9. 113. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 3.

Greek Monolingual

ἐκκορίζω (Α)
1. σκοτώνω κοριούς
2. διακορεύω.

Greek Monotonic

ἐκκορίζω: μέλ. -σω (κόρις), καθαρίζω από κοριούς, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. σω κόρις
to clear of bugs, Anth.