διχόνοος

Revision as of 17:49, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")

English (LSJ)

ον, contr. δῐχό-νους, ουν, double-minded, Ph.2.269, cf. 663.

German (Pape)

[Seite 647] zsgz. -νους, uneinig; tückisch; Philo.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
dont l'esprit est double, càd :
1 irrésolu, incertain;
2 équivoque, fourbe.
Étymologie: δίχα, νόος.

Greek (Liddell-Scott)

δῐχόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, διπλοῦν ἔχων τὸ φρόνημα, Φίλων 2. 269.

Greek Monotonic

δῐχόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αμφίβολος, διαμοιρασμένος ανάμεσα σε δύο γνώμες, διπρόσωπος.

Middle Liddell

δῐχό-νοος, ον n
double-minded.