μετάδοσις
English (LSJ)
εως, ἡ, A giving a share, imparting, Hp.Jusj.; σίτων καὶ ποτῶν X.Cyr.8.2.2; μ. γίνεσθαι τῷ πλήθει τοῦ πολιτεύματος Arist.Pol.1321a26, etc. 2 exchange, Id.EN 1133a2; ποιεῖσθαι τὰς μ. Id.Pol.1257a24, cf. 1280b20. 3 distribution of benefits, Plu.Cleom.32 (pl.). 4 communication, Plot.5.1.12, Procl.Inst.56; esp. communication by word of mouth or in writing, τῆς προστάξεως A.D.Synt.260.16; notification, POxy.2134.42 (ii A.D.), 1276.19 (iii A. D.). 5 of disease, infection, Aret.SD2.13, CD2.13; μ. λοιμική Paul.Aeg.3.43. II thesis given, subject for discussion, Plu.2.634a.
German (Pape)
[Seite 146] ἡ, die Mittheilung; σίτων, Xen. Cyr. 8, 2, 2; Sp., eine in der Schule vorgelegte Frage, Plut. Symp. 2, 1, 10. – Beisteuer, Cleom. 32.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 partage, répartition;
2 contribution;
3 question proposée, sujet de discussion.
Étymologie: μεταδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
μετάδοσις: εως ἡ
1 раздача (σίτων καὶ ποτῶν Xen.);
2 передача, предоставление (τοῦ πολιτεύματος τῷ πλήθει Arst.);
3 вознаграждение или пособие Plut.;
4 тема для обсуждения, вопрос Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μετάδοσις: ἡ, τὸ μεταδιδόναι, τὸ παρέχειν μέρος, Ἱππ. Ὅρκ.· σίτων Ξεν. Κύρ. 8. 2, 2· μ. γίνεται τῷ πλήθει τοῦ πολιτεύματος Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 4, πρβλ. Ἠθ. Ν. 5. 56. 2) ἀνταλλαγὴ ἐμπορευμάτων, ποιεῖσθαι τὰς μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 9, 5, πρβλ. 3. 9, 10 κἑξ. 3) συνεισφορά, ἔρανος, Πλουτ. Κλεομ. 34. ΙΙ. ὑπόθεσις πρὸς συζήτησιν, ὁ αὐτ. 2. 634Α.
Greek Monotonic
μετάδοσις: ἡ,
1. δίνω ένα μερίδιο, μοιράζομαι, συμμετέχω, σε Ξεν.
2. ανταλλαγή εμπορευμάτων, σε Αριστ.
3. συνεισφορά, σε Πλούτ.
Middle Liddell
μετά-δοσις, ιος, ἡ,
1. the giving a share, imparting, Xen.
2. exchange of commodities, Arist.
3. a contribution, Plut.