στάδην

Revision as of 19:03, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

English (LSJ)

Adv., (ἵστημι) in standing posture, σ. ἑστῶτες standing stock-still, Pl.Com.130; cf. στήδην.

German (Pape)

[Seite 926] adv., stehend, grade feststehend? – Nach dem Gewichte, Nic. Al. 327.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en se tenant debout;
2 selon le poids.
Étymologie: v. ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

στάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ. (ἵστημι) ἱστάμενος, ὄρθιος, στάδην ἑστῶτες, ἱστάμενοι ὄρθιοι καὶ ἀκίνητοι, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Σκευ.»1. ΙΙ. (ἵστημι: Α. IV) = κατὰ τὸ βάρος, ἀνάλογος τοῦ βάρους, Νικ. Ἀλεξιφ. 327˙ πρβλ. στήδην.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. σε όρθια στάσηστάδην ἑστῶτες ὠρύονται» — στέκονται όρθιοι και ωρύονται, Πλάτ.)
2. με το ζύγι, ανάλογα με το βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă- του ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. στάγ-δην)].

Frisk Etymological English

See also: s. στάδιος