βορός

Revision as of 13:48, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

(A), ά, όν, (βορά) A gluttonous, Ar.Pax 38, Arist.Phgn.810b18: Sup., Mnesith. ap. Orib.21.7.7, Luc.Tim.46. Adv. βορῶς Ath.5.186c. II inducing appetite, Asclepiad. ap. Eust.1538.30.
(B), οῦ, ὁ (for ϝορός), A juice of pressed grapes (Lacon.), Hsch.

Spanish (DGE)

v. ὀρός.
-ά, -όν
• Alolema(s): βορρ- v.l. Hsch.
I 1voraz, glotón de anim., del gran escarabajo, Ar.Pax 38, βορωτάτη θηρίων de la ballena, Philostr.VA 2.14
de pers. βορὸς τῶν σιτίων Hp.Int.43, de un parásito, Posidipp.Epigr.16.1, Antip.Sid.3612P., Luc.Tim.46, característica de ciertas anatomías, Arist.Phgn.810b18, Mnesith.Ath.17.21
fig. βορὸν ὕλας ... ὕλαγμα el voraz ladrido de la materia Synes.Hymn.9.108.
2 estimulante del apetito del agua y del insomnio, Hp.Epid.6.4.18, Gal.17(2).190, 191, cf. Asclep. en Eust.1538.30.
II adv. βορῶς = vorazmente Ath.186c.
-οῦ, ὁ corneja, Cyran.3.7.1.

German (Pape)

[Seite 454] gefräßig, Ar. Pax 38; Luc. Tim. 46.

French (Bailly abrégé)

1ά, όν :
vorace, glouton;
Sp. βορώτατος.
Étymologie: R. Βορ, dévorer ; v. βορά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βορός -ά -όν βιβρώσκω vraatzuchtig.

Russian (Dvoretsky)

βορός: βιβρώσκω прожорливый Arph., Arst., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

βορός: -ά, -όν, (βορὰ) καταβροχθίζων, ἀδηφάγος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 38, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 10. ― Ἐπίρρ. -ῶς Ἀθήν. 186C.

Greek Monolingual

βορός, -ά, -όν (Α)
ο λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορός προήλθε πιθ. με απόσπαση από σύνθετα σε -βορος (πρβλ. δημοβόρος, βλ. και λ. βορά)].

Greek Monotonic

βορός: -ά, -όν (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει, αδηφάγος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

βιβρώσκω
devouring, gluttonous, Ar.