καταχειροτονία

Revision as of 13:48, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

ἡ, condemnation, esp. by show of hands, καταχειροτονίαν ὁ δῆμος ἐποιήσατο D.21.6, cf. Aeschin.3.52, Arist.Ath.59.2 (pl.), Harp., EM481.46.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
condamnation par vote à main levée.
Étymologie: καταχειροτονέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταχειροτονία -ας, ἡ [καταχειροτονέω] veroordeling.

Russian (Dvoretsky)

καταχειροτονία:осуждение поднятием рук (καταχειροτονίαν ποιεῖσθαι Dem.).

Greek Monolingual

καταχειροτονία, ἡ (Α) καταχειροτονώ
1. προεισαγωγική διαδικασία με την οποία η εκκλησία του δήμου με ανάταση τών χεριών έδινε την άδεια παραπομπής ενός ενόχου σε δίκη
2. η με ανάταση τών χειρών καταδίκη από την εκκλησία του δήμου.

Greek Monotonic

καταχειροτονία: ἡ, ψήφος καταδίκης, καταψήφιση, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

καταχειροτονία: ἡ, καταδίκη (ἰδίᾳ δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν) ὑπὸ τοῦ δήμου, ἵνα ὁ ἔνοχος εἰσαχθῇ εἰς τὸ δικαστήριον, καταχειροτονίαν ὁ δῆμος ἐποιήσατο, κατεχειροτόνησε, Δημ. 516. 8, (ἀντίθ. ἀποχειροτονία)· «ἐγίνετο δὲ ὧδε· ὁ κήρυξ ἔλεγε π.χ. ὅτῳ Μειδίας δοκεῖ ἀδικεῖν, ἀράτω τὴν χεῖρα· καὶ εἶτα οἱ θέλοντες ἐξέτεινον τὰς χεῖρας (καταχειροτονίαεἶτα πάλιν τὸ δεύτερον ὁ αὐτὸς κήρυξ ἔλεγεν· ὅτῳ μὴ δοκεῖν ἀδικεῖν Μ., ἀράτω τὴν χεῖρα· εἶται ἠρίθμει πάσας τὰς χεῖρας ὁ κήρυξ τῶν τε προτέρων καὶ καταχειροτονούντων τῶν τε ὑστέρων καὶ ἀποχειροτονούντων, καὶ ὅσων ἂν ἦσαν πλείους, ἐκείνων καὶ ἡ γνώμη ἐκράτει» Σχολ. Πλάτ. εἰς Ἀξίοχ., Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 86. 16, ἔκδ. Blass.

Middle Liddell

καταχειροτονία, ἡ, [from καταχειροτονέω
a vote of condemnation, Dem.

English (Woodhouse)

sentence to punishment

German (Pape)

ἡ, Verdammung durch Abstimmung, Handaufheben, vom ganzen Volk, vgl. Harp.; καταχειροτονίαν ποιεῖσθαι, verurteilen, Dem. 21.6.