διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
καταχειροτονῶ, -έω (Α)(για την εκκλησία του δήμου) καταδικάζω με ανάταση τών χειρών («πανδήμῳ φωνῇ καταχειροτονηθέντες», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χειρο-τονῶ «ψηφίζω σηκώνοντας το χέρι»].