καταχειροτονέω

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχειροτονέω Medium diacritics: καταχειροτονέω Low diacritics: καταχειροτονέω Capitals: ΚΑΤΑΧΕΙΡΟΤΟΝΕΩ
Transliteration A: katacheirotonéō Transliteration B: katacheirotoneō Transliteration C: katacheirotoneo Beta Code: kataxeirotone/w

English (LSJ)

vote by show of hands against, vote in condemnation of or so as to commit for trial, τινος D.21.2, Din.2.20, etc.: c.inf., ἀδικεῖν Εὐάνδρου κατεχειροτόνησεν ὁ δῆμος D.21.175, cf. 51.8; καταχειροτονηθὲν αὐτοῦ καὶ ταῦτ' ἀσεβεῖν = a vote of condemnation having been passed against him, and that for sacrilege, Id.21.199; καταχειροτονέω θάνατόν τινος vote the death-penalty against him, Lys.29.2, D.19.31, Pl.Ax. 368e; καταχειροτονίαν κ. τινός Aeschin.3.52:—Pass., to be condemned, πανδήμῳ φωνῇ D.S.18.67, cf. Plu.Tim.23.

French (Bailly abrégé)

καταχειροτονῶ :
lever la main contre, condamner, τινος qqn.
Étymologie: κατά, χειροτονέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χειροτονέω veroordelen bij handopsteking, met gen. v. pers. en acc. v. straf:. Ἐργοκλέους... θάνατον κατεχειροτονήσατε u heeft Ergocles ter dood veroordeeld Lys. 29.2; καταχειροτονηθὲν αὐτοῦ als er een veroordeling van hem heeft plaatsgevonden Dem. 21.199.

German (Pape)

durch Handaufheben gegen Einen stimmen, vom ganzen Volk gesagt, nicht von den Rückern, ihn verurteilen; τινός Dem. 21.2; οὗ θάνατον κατεχειροτόνησεν ὁ δῆμος 19.31; Plat. Ax. 368e und A.; pass., πανδήμῳ φωνῇ καταχειροτονηθέντες DS. 13.67; καταχειροτονηθὲν αὐτοῦ ἀσεβεῖν, wenn er wegen Gottlosigkeit verurteilt worden, Dem. 21.199.

Russian (Dvoretsky)

καταχειροτονέω: поднятием рук голосовать за осуждение, осуждать (τινος Dem.; πανδήμῳ φωνῇ καταχειροτονηθείς Diod.): κ. τινος θάνατον Plat. требовать для кого-л. смертной казни.

Greek Monotonic

καταχειροτονέω: μέλ. -ήσω, ψηφίζω ενάντια, ψηφίζω σε αποδοκιμασία κάποιου, τινός, σε Δημ.· με απαρ., ἀδικεῖν Εὐάνδρου κατεχειροτόνησεν ὁ δῆμος, στον ίδ. — Παθ., καταχειροτονηθὲν αὐτοῦ καὶ ταῦτα ἀσεβεῖν, έχοντας εκδοθεί εναντίον του καταδικαστική ψήφος και μάλιστα περί ασέβειας, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταχειροτονέω: δι’ ἀνατάσεως τῆς χειρὸς στηρίζω ἐναντίον τινός, ὡς ἐν τῇ τῶν Ἀθηναίων Ἐκκλησίᾳ, ψηφίζω ὑπὲρ τῆς καταδίκης τινὸς (πρβλ. προβολαί), («ἔθος ἦν Ἀθήνησι κατὰ τῶν ἀρχόντων καὶ κατὰ τῶν συκοφαντῶν καὶ στρατηγῶν καὶ τῶν περὶ τὰ μυστήρια καὶ Διονύσια ἀδικούντων) προβολὰς ἐν τῷ δήμῳ τίθεσθαι· εἰ δέ τινος καταχειροτονηθείη, οὗτος εἰσήγετο εἰς τὸ δικαστήριον» Ἀρποκρ.)· ὁ δῆμος μιᾷ γνώμῃ κατ. τοῦ Μειδίου Δημ. 515. 3., 571. 10, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., ἀδικεῖν Εὐάνδρου κατεχειροτόνησεν ὁ δῆμος ὁ αὐτ. 571. 15, πρβλ. 1230. 18· καταδήμῳ φωνῇ καταχειροτονηθέντες Διόδ. 13, 67· καταχειροτονηθὲν αὐτοῦ καὶ ταῦτα ἀσεβεῖν, ἀφοῦ ἐγένετο καταδικαστικὴ ψηφοφορία ἐναντίον του καὶ μάλιστα περὶ ἀσεβείας, ὁ αὐτ. 578. 24· κ. θάνατόν τινος, ψηφίζω τὸν θάνατόν τινος, Λυς. 181. 27, Δημ. 350. 27.

Middle Liddell

fut. ήσω
to vote against, to vote in condemnation of, τινός Dem.; c. inf., ἀδικεῖν Εὐάνδρου κατεχειροτόνησεν ὁ δῆμος Dem.:—Pass., καταχειροτονηθὲν αὐτοῦ καὶ ταῦτα ἀσεβεῖν a vote of condemnation having been passed against him, and that for sacrilege, Dem.