πιτυλεύω

Revision as of 13:50, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

(> πίτυλος) ply the sweeping oar, Ar. V. 678. = πιτυλίζω (practise regular swinging of the arms, dart about) 1, Com.Adesp. 3 D.

German (Pape)

[Seite 622] die Hände im Rudern schnell bewegen, dah. übh., wie ἐρέσσω, sich rasch bewegen, sich rühren, thätig sein. Ar. Vesp. 678.

French (Bailly abrégé)

s'agiter vivement, se trémousser.
Étymologie: πίτυλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιτυλεύω [πίτυλος] de roeiriemen bewegen.

Russian (Dvoretsky)

πῐτῠλεύω: досл. деятельно работать веслами, налегать на весла, перен. без устали трудиться Arph.

Greek Monolingual

Α πίτυλος
1. (στην κωπηλασία) κουνώ γρήγορα τα χέρια μου
2. (κατ' επέκτ.) κωπηλατώ και, γενικά, εκτελώ κάτι με ταχύτητα
3. πιτυλίζω.

Greek Monotonic

πῐτῠλεύω: μέλ. -σω (πίτυλος), χειρίζομαι το κουπί που παφλάζει, δημιουργώ ήχο με το κουπί, πιτσιλίζω, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πῐτῠλεύω: (πίτυλος) πιτυλίζω, μεταφορ., μοχθῶ, πολλὰ μὲν ἐν γῇ, πολλὰ δ’ ἐφ’ ὑγρὰ πιτυλεύσας Ἀριστοφ. Σφ. 678.

Middle Liddell

πῐτῠλεύω, fut. -σω πίτυλος
to ply the plashing oar, Ar.