πολύκλειτος
English (LSJ)
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκλειτος -η -ον [πολύς, κλειτός] zeer beroemd.
Russian (Dvoretsky)
πολύκλειτος: весьма славный, прославленный (γένος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύκλειτος: -η, -ον, περίφημος, διάσημος, Πινδ. Ο. 6. 120, Ἀποσπ. 206.
English (Slater)
πολύκλειτος of great renown ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν (O. 6.71) καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 4.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο, Α
διάσημος, ονομαστός («ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾱν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κλειτός (Ι) «φημισμένος» (πρβλ. πάγ-κλειτος)].
Greek Monotonic
πολύκλειτος: -η, -ον, περίφημος, περιβόητος, διακεκριμένος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
πολύ-κλειτος, η, ον
far-famed, Pind.
Léxico de magia
-ον que tiene gran fama de Selene ἐνεύχομαί σοι, δαιδάλη καἰπή, ..., παιωνία, προμηθική, πολυκλείτη a ti te suplico, astuta y arrogante, sanadora, previsora, que tienes gran fama P IV 2268