παιδολυμάς

Revision as of 13:56, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

άδος, ἡ, (λύμη) destroying her child, ἁ π. Θεστιάς A. Ch.605 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

άδος
adj.
qui fait périr son enfant.
Étymologie: παῖς, λύμη.

Greek Monolingual

παιδολυμάς, -άδος, ἡ (Α)
αυτή που καταστρέφει τα παιδιά («ἁ παιδολυμὰς τάλαινα Θεστιάς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + λύμη «βλάβη, καταστροφή» + επίθημα -άς].

Russian (Dvoretsky)

παιδολῡμάς: άδος, v.l. παιδολύμας, ᾰδος ἡ детоубийца (Θεστιάς, т. е. Ἀλθαίη, мать Мелеагра) Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδολυμάς -άδος, ἡ [παῖς, λύμη] die haar zoon vernietigt.