παιδολυμάς
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
παιδολυμάδος, ἡ, (λύμη) destroying her child, ἁ π. Θεστιάς A. Ch.605 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
άδος
adj.
qui fait périr son enfant.
Étymologie: παῖς, λύμη.
Greek Monolingual
παιδολυμάς, -άδος, ἡ (Α)
αυτή που καταστρέφει τα παιδιά («ἁ παιδολυμὰς τάλαινα Θεστιάς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + λύμη «βλάβη, καταστροφή» + επίθημα -άς].
Russian (Dvoretsky)
παιδολῡμάς: άδος, v.l. παιδολύμας, ᾰδος ἡ детоубийца (Θεστιάς, т. е. Ἀλθαίη, мать Мелеагра) Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδολυμάς -άδος, ἡ [παῖς, λύμη] die haar zoon vernietigt.