κατάζευξις

Revision as of 10:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

English (LSJ)

εως, ἡ, A yoking, τοῦ ζυγοῦ Hippiatr.103; βοῶν Porph. Abst.3.18: metaph., of marriage, Plu.2.750c. II opp. ἀνάζευξις, encamping, Id.Sull.28, etc.

German (Pape)

[Seite 1348] ἡ, die Verbindung, Plut. amat. 4; – das Ausruhen, Lageraufschlagen, Gegensatz von ἀνάζευξις, Plut. Sull. 28 Anton. 47.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d'atteler, d'accoupler;
2 halte, campement.
Étymologie: καταζεύγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάζευξις -εως, ἡ [καταζεύγνυμι] het opslaan van het kamp:. πρόσταγμα καταζεύξεως opdracht om het kamp op te slaan Plut. Sull. 28.11.

Russian (Dvoretsky)

κατάζευξις: εως ἡ
1 сочетание, соединение (ἀνδρὸς καὶ γυναικός Plut.);
2 устройство лагеря: πρόσταγμα καταζεύξεως δοῦναι Plut. приказать расположиться лагерем.

Greek Monolingual

κατάζευξις, ἡ (AM) καταζεύγνυμι
1. σύζευξη ανδρογύνου
2. στρατοπέδευση.

Greek Monotonic

κατάζευξις: -εως, ἡ, σύζευξη· αντίθ. προς το ἀνάζευξις, στρατοπέδευση, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάζευξις: -εως, ἡ, σύζευξις, ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλούτ. 2. 750C. ΙΙ.ἀντίθετον τῷ ἀνάζευξις, στρατοπέδευσις, ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 28, κτλ.

Middle Liddell

κατάζευξις, εως [from καταζεύγνῡμι]
a yoking together:—opp. to ἀνάζευξις, encamping, Plut.