ἰσχιάς

Revision as of 11:41, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

English (LSJ)

(sc. νόσος), άδος, ἡ, A hip-disease, Hp.Aph.6.59,60. 2 sciatica, ib.3.22 (pl.), Id.Aër. 22 (pl.), Thphr.HP9.13.6 (pl.); ἰ. χρονία Dsc.1.10. II = λευκάκανθα, Id.3.19, cf. Gal.12.58.

German (Pape)

[Seite 1272] άδος, ἡ, die Hüften betreffend, bes. sc. νόσος, Hüftschmerzen, Lendengicht, Hippocr. u. a. Medic.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχιάς: άδος ἡ ἰσχίον (sc. νόσος) исхиада или исхиас (неправильно ишиас), болезнь или воспаление седалищного нерва Plin.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχιάς: (ἐξυπακουομ. τοῦ νόσος), άδος, ἡ, πάθος τοῦ ἰσχίου μετ’ ὀδύνης εἰς τὴν πρόσφυσιν αὐτοῦ καὶ εἰς τὸ πυγαῖον ἄκρον καὶ εἰς τὸν γλουτόν, Ἱππ. Ἀφ. 1248, π. Ἀέρ 293. ΙΙ. εἶδος ἀκάνθης, Γαλην.

Greek Monolingual

ἰσχιάς, -άδος, ἡ (Α) ισχίο
1. νευραλγία του ισχιακού νεύρου, ισχιαλγία
2. είδος αγκαθιού, λευκάκανθα.