ἀκαλλής

Revision as of 12:47, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ές, without charms, γυνή Hp.Ep.15; σῶμα Luc.Hist. Conscr.48; γῆ αὐχμηρὰ καὶ ἀ. (v.l. ἀκαμής) Id.Prom.14; [ὕλη] ἀ. καὶ αἰσχρά Procl. in Alc.p.326 C.: Comp., Olymp. in Grg. p.243J.

Spanish (DGE)

-ές
I 1sin atractivo, feo οὐκ ἀ. ... Δόξα Hp.Ep.15, σῶμα Luc.Hist.Cons.48, ἀ. καὶ αἰσχρά Procl.in Alc.326, cf. Luc.Prom.14, Olymp.in Grg.12.10, Clem.Al.Paed.3.2.11
subst. τὸ ἀκαλλές = fealdad Gr.Nyss.Eun.3.1.26
ret. falta de adorno τῆς λέξεως Pall.H.Laus.proem.4.
2 moralmente feo, indecoroso, torpe Cyr.Al.M.71.32A
subst. τὸ ἀκαλλές = torpeza, fealdad Cyr.Al.M.69.773A.
II adv. ἀκαλλῶς = de un modo feo u obsceno αἰσχρολογεῖν καὶ ἀκαλλῶς λέγειν Anon.in Rh.171.26.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans beauté, sans charme.
Étymologie: , κάλλος.

German (Pape)

ές, unschön, Luc. hist.conscr. 48; γῆ αὐχμηρὰ καὶ ἀκ. Prom. 14; καὶ ἄμορφος εἰκών Plut. amat. 9 M.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαλλής: некрасивый, безобразный (σῶμα, γῆ Luc.; εἰκὼν τῆς ὄψεως Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαλλής: -ές, = ἄνευ θελγήτρων, σῶμα, Λουκ. πῶς δεῖ, Ἱστ. Συγγρ. 48· γῆ αὐχμηρὰ καὶ ἀκ. (ἄλλη γραφ. ἀκαμής), ὁ αὐτ. Προμ. 14.

Greek Monolingual

ἀκαλλὴς (-οῦς), -ὲς (Α)
χωρίς κάλλος, άσχημος
«ἀκαλλὴς γυνή», «ἀκαλλὴς καὶ ἄμορφος εἰκών».
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -καλλὴς < κάλλος.

Greek Monotonic

ἀκαλλής: -ές (κάλλος), αυτός που δεν έχει γοητεία, που δε διαθέτει θέλγητρα, σε Λουκ.