ἐκσκεδάννυμι

Revision as of 19:00, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")

English (LSJ)

scatter to the wind, τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Ar.Eq. 795.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἐκκεδ-
• Morfología: [sólo aor.]
1 deshacer, diseminar στέφος ἐξεκέδασσε γαμήλιον Bio 1.88, cf. Hsch.
fig. estropear, hacer imposible τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Ar.Eq.795.
2 fig. expulsar, destruir expulsando ἐκ δέ οἱ ἦτορ ἀπὸ μελέων ἐκέδασσε Q.S.10.124 (tm.).

German (Pape)

[Seite 778] (σκεδάννυμι), herausjagen u. zerstreuen, Ar. Equ. 792.

French (Bailly abrégé)

disperser aux quatre vents.
Étymologie: ἐκ, σκεδάννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκσκεδάννῡμι: досл. развеивать, перен. прогонять, отвергать (τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσκεδάννῡμι: διασκορπίζω εἰς τὸν ἄνεμον, Ἀρχεπτολέμου δὲ φέροντος τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας Ἀριστοφ. Ἱππ. 795.

Greek Monolingual

ἐκσκεδάννυμι (Α)
διασκορπίζω στον αέρα, απορρίπτω, εκδιώκω («τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐκσκεδάννῡμι: μέλ. -σκεδάσω, σκορπίζω στον άνεμο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. -σκεδάσω
to scatter to the wind, Ar.