εἰσδρομή

Revision as of 12:05, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εἰς" to "εἰς")

English (LSJ)

ἡ, inroad, onslaught, E.Rh.604; of one who throws himself into a besieged place, Th.2.25; into a house, J.BJ5.10.3.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἐσ- Th.2.25, E.Rh.604
1 irrupción milit. incursión πυλῶν ἔσω E.l.c., cf. Th.l.c., I.BI 5.434.
2 entrada, acceso τὴν εἰς Ἅγια τῶν ἁγίων εἰσδρομὴν οὐκ ἔχοντες Cyr.Al.M.68.684B, cf. M.69.545D.

German (Pape)

[Seite 742] ἡ, das Einlaufen, der Angriff; ποιεῖσθαι Eur. Rhes. 604; Thuc. 2, 25.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
anc. att. ἐσδρομή;
incursion.
Étymologie: εἰς, ἔδραμον.

Russian (Dvoretsky)

εἰσδρομή: староатт. ἐσδρομή ἡ набег, вторжение (λογχῇ εἰσδρομὴν ποιεῖσθαι Eur.; ἐν τῇ ἐσδρομῇ ἀπολέσαι τινά Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσδρομή: ἡ, ἐπιδρομή, εἰσβολή, ἐπίθεσις, Εὐρ. Ρῆσ. 604· ἔφοδος, ὀλίγους τινὰς ἐν τῇ ἐπιδρομῇ ἀπολέσας τῶν μεθ’ ἑαυτοῦ Θουκ. 2. 25.

Greek Monolingual

εἰσδρομή και ἐσδρομή, η (Α)
εισβολή, επιδρομή.

Greek Monotonic

εἰσδρομή: ἡ, επιδρομή, σφοδρή επίθεση, σε Ευρ., Θουκ.

Middle Liddell

εἰσδρομή, ἡ, [from εἰσδράμεῖν, aor2 inf. of εἰστρέχω
an inroad, onslaught, Eur., Thuc.