ἀμετάβατος

Revision as of 14:34, 19 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον,
A not changing place, stationary, ἥλιος Cleom.2.1; οὐρανός Simp.in Ph.611.5. Adv. ἀμεταβάτως =without transition, ἀκινήτως καὶ ἀ. Procl.Inst.52, cf. Simp. in Ph.1162.6.
2 Gramm., intransitive, ῥῆμα A.D.Pron.44.12, al. Adv. ἀμεταβάτως = intransitively, Sch.Ar.Pl. 158.
II Pass., incapable of being traversed, i.e. unextended, Epicur. Ep.1p.18U.

Spanish (DGE)

-ον
I fil.
1 inmóvil (ὁ ἥλιος) οὐκ ἔστι δ' ἀκίνητος οὐδὲ ἀ. Cleom.2.1.71, (ὁ οὐρανός) οὐ μεταβαίνει τόπον ἐκ τόπου, ἀλλὰ μένει γε ἐν ταὐτῷ καὶ ἀ. λέγεται Simp.in Ph.611.5.
2 inmutable c. abstr. ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ Procl.in Euc.214.1, Simp.in Ph.1162.6, cf. Procl.in Ti.2.243.19, ζωή Simp.in Ph.613.38, tb. subst. τὸ ἀμετάβατον τῶν ποιοτήτων Porph.in Cat.100.8.
3 subst. impenetrabilidad ἡ γὰρ κοινότης ἡ ὑπάρχουσα αὐτοῖς πρὸς τὰ ἀμετάβατα = la comunidad que se da entre ellos (los átomos) en cuanto a su impenetrabilidad Epicur.Ep.[2] 59.8.
II gram.
1 del pronombre reflexivo op. τὰ μεταβατικά A.D.Pron.44.12, ἡ ἀμετάβατος κατὰ τὸ πρόσωπον ἀντωνυμία Sch.D.T.88.31.
2 del verbo intransitivo ῥῆμα Sch.D.T.89.4, cf. Priscian.Inst.552.25.
III adv. ἀμεταβάτως
1 fil. sin transición, ἀκινήτως καὶ ἀμεταβάτως = sin movimiento ni transición Procl.Inst.52.
2 gram. intransitivamente Sch.Ar.Pl.142, 158.

German (Pape)

[Seite 122] intransitivum, ῥῆμα, Gramm. – Adv. -τως, wie ein intransit.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
t. de gramm. intransitif.
Étymologie: , μεταβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάβᾰτος: -ον, ὁ μὴ μεταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς ἄλλο μέρος, ἀμετάβατον ῥῆμα Γραμμ. Ἐπίρρ. -τως Σχόλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμετάβατος, -ον) μεταβαίνω
1. αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί κάπου
αρχ.
1. (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, στάσιμος, ακίνητος
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον διαβεί, να τον διασχίσει.