ἐναποθραύω

Revision as of 12:31, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")

English (LSJ)

break off in, ὀϊστοὺς τοῖς τραύμασι Plu.Crass.25.

Spanish (DGE)

romper dentro de c. dat. κυλινδουμένους περὶ τοῖς ὀιστοῖς ἐ. τοῖς τραύμασι Plu.Crass.25.

German (Pape)

[Seite 828] (s. θραύω), zerbrechen in, τραύμασι Plut. Crass. 25.

French (Bailly abrégé)

briser dans, τινι.
Étymologie: ἐν, ἀποθραύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐναποθραύω: (в чем-л.) ломать, отламывать (ὀϊστὸν τραύματι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποθραύω: θραύω ἐντός, κυλινδουμένους περὶ τοῖς ὀϊστοῖς ἐναποθραύειν τοῖς τραύμασι Πλουτ. Κράσσ. 25.

Greek Monolingual

ἐναποθραύω (Α)
σπάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο.

Greek Monotonic

ἐναποθραύω: μέλ. -σω, σπάζω μέσα σε μία πληγή, με δοτ., σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. σω
to break off in a wound, c. dat., Plut.