ἀποθύω

Revision as of 12:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")

English (LSJ)

fut. -θύσω IG4.951.45 (Epid.):—offer up as a votive sacrifice, χιμαίρας X.An.3.2.12; ἡγεμόσυνα 4.8.25; εὐχήν Diph.43.10; ἴατρα IGl. c.

Spanish (DGE)

hacer una ofrenda abs. κἄπειτ' ἀπέθυσας, ὦ πόνηρε παίδων Alc.306Ab24-25
ofrendar c. ac. χιμαίρας X.An.3.2.12, ἡγεμόσυνα X.An.4.8.25, τῶν ἑκατὸν ταλάντων τῷ θεῷ ἐν Δελφοῖς δεκάτην ἀποθῦσαι X.Ages.1.34, cf. SB 10075.69, Plu.2.862b, τὰ ἱερὰ ... ὑπὲρ τῶν πρυτάνεων IG 22.1749.72 (IV a.C.), cf. Artem.5.2, εὐχήν Diph.43.10, τὰ ἴατρα IG 42.121.45 (Epidauro IV a.C.).

German (Pape)

[Seite 304] abopfern, ein gelobtes Opfer darbringen, θυσίαν, δεκάτην, Xen. An. 3, 2, 12. 4. 8, 25; εὐχήν, sich durch Opfer eines Gelübdes entledigen, Diphil. bei Ath. VII, 492 a.

French (Bailly abrégé)

offrir en sacrifice, consacrer.
Étymologie: ἀπό, θύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποθύω: приносить в жертву по обету (χιμαίρας Xen.; τῷ Ἡρακλεῖ τὴν δεκάτην Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθύω: μέλλ. θύσω, προσφέρω θυσίαν ἣν ηὐχήθην, κοινῶς «ἔταξα» ἢ «ἔκαμα τάμμα» ἔδοξεν αὐτοῖς κατ’ ἐνιαυτὸν πεντακοσίας χιμαίρας θύειν Ξεν. Ἀν. 3. 12, 2· ἡγεμόσυνα αὐτόθ. 4. 8, 25· εὐχὴν Δίφιλ. ἐν «Ζῳγράφῳ» 2. 10.

Greek Monolingual

ἀποθύω (Α)
θυσιάζω.

Greek Monotonic

ἀποθύω: μέλ. -θύσω [ῡ], προσφέρω θυσία την οποία έχω υποσχεθεί στον θεό, εκπληρώνω τάμα, σε Ξεν.

Middle Liddell


to offer as a votive sacrifice, Xen.