λευκόχρους

Revision as of 13:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

-ουν, contr. for λευκόχροος.

German (Pape)

[Seite 35] οος, dasselbe, λευκόχροα κόμαν, weißes Haar, Eur. Phoen. 322.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
de couleur blanche.
Étymologie: λευκός, χρόα.

Greek Monolingual

-ουν (ΑΜ λευκόχρους, -ουν, Α και -οος, -οον)
αυτός που έχει λευκό χρώμα, άσπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό-χρους].

Middle Liddell

λευκό-χρους, ουν χρόα
of white complexion: heterocl. acc. λευκόχροα κόμαν Eur.