λιτόβιος

Revision as of 13:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, (λιτός) living plainly or sparingly, Str.15.1.34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit simplement.
Étymologie: λιτός, βίος.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτόβιος: -ον, (λῑτὸς) ζῶν ἁπλῶς, ἀπερίττως ἢ μετὰ φειδοῦς, Στράβ. 701.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λιτόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει λιτά, λιτοδίαιτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιτόβιο(ν)
ο λιτός βίος, η λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + βίος (πρβλ. κοινόβιος, λιπόβιος)].

Greek Monotonic

λῑτόβιος: -ον (λῐτός), αυτός που ζει με απλό τρόπο, απέριττα, με φειδώ, λιτά, σε Στράβ.

Middle Liddell

λῑτό-βιος, ον [λῑτός]
living plainly or sparingly, Strab.

German (Pape)

[ῑ], einfach, sparsam lebend, Strab. XV.701.