πιστότης

Revision as of 14:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ητος, ἡ, A good faith, honesty, Hdt.7.52, Pl.Lg.630c, etc. 2 πιστότητος ὑμῶν ἕνεκα in order to produce conviction in you, And.1.25.

German (Pape)

[Seite 621] ητος, ἡ, Treue, Redlichkeit, Glaubwürdigkeit; Theogn. bei Plat. Legg. I, 630 c; Her. 7, 52; Andoc. 1, 25; Xen. Hell. 4, 8, 4 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
fidélité.
Étymologie: πιστός¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιστότης -ητος, ἡ [πιστός] trouw.

Russian (Dvoretsky)

πιστότης: ητος ἡ верность, тж. честность, добросовестность Her., Plat., Xen.

Greek Monotonic

πιστότης: -ητος, ἡ, καλή πίστη, ειλικρίνεια, τιμιότητα, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πιστότης: -ητος, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις πιστός, πίστις, τιμιότης, Ἡρόδ. 7. 52, Ἀνδοκ. 4. 30, Πλάτ. Νόμ. 630C, κτλ.

Middle Liddell

πιστότης, ητος, ἡ,
good faith, honesty, Hdt., Plat.

English (Woodhouse)

faithfulness