πιστότης
English (LSJ)
ητος, ἡ, A good faith, honesty, Hdt.7.52, Pl.Lg.630c, etc. 2 πιστότητος ὑμῶν ἕνεκα in order to produce conviction in you, And.1.25.
German (Pape)
[Seite 621] ητος, ἡ, Treue, Redlichkeit, Glaubwürdigkeit; Theogn. bei Plat. Legg. I, 630 c; Her. 7, 52; Andoc. 1, 25; Xen. Hell. 4, 8, 4 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιστότης -ητος, ἡ [πιστός] trouw.
Russian (Dvoretsky)
πιστότης: ητος ἡ верность, тж. честность, добросовестность Her., Plat., Xen.
Greek Monotonic
πιστότης: -ητος, ἡ, καλή πίστη, ειλικρίνεια, τιμιότητα, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πιστότης: -ητος, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις πιστός, πίστις, τιμιότης, Ἡρόδ. 7. 52, Ἀνδοκ. 4. 30, Πλάτ. Νόμ. 630C, κτλ.