τιμιότης
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A dignity, διαφέρειν τιμιότητι καὶ ἀτιμίᾳ ἀλλήλων Arist.GA736b31; δυνάμει καὶ τιμιότητι ὑπερέχειν Id.EN1178a1.
2 costliness, Apoc.18.19.
II as form of address, ἡ σὴ τιμιότης PAmh.2.145 (iv/v A.D.).
German (Pape)
[Seite 1116] ητος, ἡ, Schätzung, Würdigung, Ehre, zw.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
haut prix, valeur, mérite;
NT: excellence, opulence.
Étymologie: τίμιος.
Russian (Dvoretsky)
τῑμιότης: ητος ἡ
1 богатство (τῆς πόλεως NT);
2 ценность, достоинство (sc. τῶν ψυχῶν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τῑμιότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, διαφέρειν τιμιότητι καὶ ἀτιμίᾳ ἀλλήλων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 3, 11· δυνάμει καὶ τ. ὑπερέχειν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 10. 7, 8.
English (Strong)
from τίμιος; expensiveness, i.e. (by implication) magnificence: costliness.
English (Thayer)
τιμιότητος, ἡ (τίμιος);
a. properly, preciousness, costliness; an abundance of costly things: worth, excellence: Aristotle, de partt. an. 1,5 (p. 644b, 32); eth. Nic. 10,7 at the end (p. 1178a, 1); διαφερουσι τιμιοτητι αἱ ψυχαί καί ἀτιμία ἀλλήλων, de gen. anim. 2,3 (p. 736b, 31).
Greek Monotonic
τῑμιότης: -ητος, ἡ, αξία, τιμή, τιμιότητα, σε Αριστ.
Middle Liddell
τῑμιότης, ητος, ἡ,
worth, value, preciousness, Arist.
Chinese
原文音譯:timiÒthj 提米哦帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:(有)價值
字義溯源:珍寶,寶貴的;源自(τίμιος)=珍貴的),而 (τίμιος)出自(τιμή)=價值,珍貴), (τιμή)出自(τίνω)*=付款,償還)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 珍寶(1) 啓18:19
Translations
costliness
Finnish: kalleus; Greek: ακρίβεια; Ancient Greek: δαπάνη, δαπανηρία, πολυτέλεια, πολυτελείη, πολυτεληΐη, τιμιότης; Irish: costasacht, daoire, luachmhaireacht, ardchostas; Latin: caritas; Manx: ard-leagh; Serbo-Croatian Cyrillic: скупо̀ћа; Roman: skupòća