ἀντίθετος

Revision as of 15:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, A opposed, antithetic, ἀ. εἰπὼν οὐδέν Timoel. 127; φύσιν ἔχειν ἀ. πρός τι Plu.2.672c; ἀρεταῖς κακίαι ἀ. S.E.M.9.156, cf. Plot.2.5.2, Phld.Ir.p.87 W.: c.gen., inconsistent with, PTeb.24.63. Adv. ἀντί-τως, συζυγεῖν Plu.2.1022e, cf. Demetr.Eloc.24; ἀ. ἔχειν, of bones in arm, Heliod. ap. Orib.44.23.27; ἀ. ἀντικεῖσθαι, of ὑγίεια and νόσος, opp. ἀντιφατικῶς, Alex.Aphr. in Top.580.1. 2=διάμετρος, Vett.Val.340.23. 3 ἀ. ψᾶφος blackball, GDI4p.1204 (Itanos). 4 ἀντίθετον, τό, antithesis, Ar.Fr.326, Arist.Rh.Al.1435b26, Aeschin. 2.4.

Spanish (DGE)

-ον
I 1opuesto, antitético ἀρεταῖς κακίαι ἀ. S.E.M.9.156, cf. Plot.2.5.2, Phld.Ir.p.87, ἀ. φύσιν ... πρὸς τὸν οἶνον ἔχοντος Plu.2.672b, cf. Gr.Nyss.Eun.2.478
ἐξ ἀ. en oposición Basil.M.29.644C.
2 contrario, hostil ἀ. ψᾶφος ICr.3.4.1.28 (Itanos III a.C.), c. dat. τῷ θελήματι τοῦ πατρός Ath.Al.M.28.1141C.
3 astrol. diametralmente opuesto Vett.Val.340.23.
4 incompatible ἑτέραις χρείαις ἀντιθέταις τῆς καθ' ἑαυτοὺς ἀσχολία (ς) en otras funciones incompatibles con sus cargos, PTeb.24.63 (II a.C.).
5 de poemas que responde, antifonal τέρψιν ... ἀ. μελέων Gr.Naz.M.37.1388A.
II que está en lugar de c. gen. ἠράμεθα ... ἀντίθετον προτέρης χάριτος χάριν Nonn.Par.Eu.Io.1.16.
III subst. τὸ ἀ. ret.
1 antítesis como algo propio de la sofística, Ar.Fr.327, cf. Cratin.Iun.7.4, Timocl.12, Epicur.Fr.[20.4] IV a 23, Γοργίου τὰ πολλὰ ἀ. Demetr.Eloc.29.
2 argumento contrario, objeción ἀποκριθῆναι ἀντίθετα LXX Ib.32.3.
IV adv. -ως
1 ret. antitéticamente διὰ τὸ τῷ σχήματι ἀ. γεγράφθαι Demetr.Eloc.24.
2 lóg. en oposición o antítesis Alex.Aphr.in Top.580.1.
3 en posición enfrentada συζυγεῖν Plu.2.1022e, ἀ. ἔχειν de la disposición anatómica de ciertos huesos, Heliod. en Orib.44.20.27.

German (Pape)

[Seite 252] entgegengesetzt, entgegenstehend, Plut. u. bes. Gramm.; τὸ ἀντίθετον, der Gegensatz, Arist. rhet. Al. 27; Plut. Auch adv. ἀντιθέτως, Plut. de an. procr. 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
opposé.
Étymologie: ἀντιτίθημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίθετος: противоположный Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίθετος: -ον, (ἀντιτίθημι), ἐναντίος, ἀντίθετον εἰπὼν οὐδὲν Τιμοκλ. ἐν «Ἥρωσιν» 1· φύσιν ἔχειν ἀντ. πρός τι Πλούτ. 2. 672Β· ἀρεταῖς κακίαι ἀντ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 156. 2) ἀντίθετον, τό, ἀντίθεσις, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 300 Β, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 27. 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀντίθετος, -ον)
αυτός που βρίσκεται σε αντίθεση με κάποιον ή κάτι άλλο
νεοελλ.
1. αυτός που είναι τοποθετημένος αντίθετα προς κάποιον ή κάτι άλλο
2. ο αντιτιθέμενος σε κάτι ή κάποιον, εκείνος που έχει διαφορετική άποψη
3. ο αντίπαλος
4. φρ. οι αντίθετοι
οι πολιτικοί αντίπαλοι
5. (για πράγματα) ανάποδος, αντίστροφος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἀντίθετον
η αντίθεση (ως ρητορικό σχήμα).