ἐπίπερκνος
English (LSJ)
ον, somewhat dark, of grapes ripening: hence, of the colour of certain hares, X. Cyn.5.22, Poll.5.67.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
etwas dunkelfarbig, bräunlich, von der Farbe älterer Hasen, Xen. Cyn. 5.22, wie Poll. 5.69, eigtl. von der reifenden, sich bräunenden Frucht.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπερκνος: v.l. ἐπί-περκος 2 черноватый, темноватый (λαγώς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπερκνος: -ον, κἄπως μέλας, ἐπὶ σταφυλῶν ὡριμαζουσῶν· ἐντεῦθεν ἐπὶ τοῦ χρώματος λαγωῶν τινων, Ξεν. Κυν. 5, 22 (ὑποδεέστερα ἀντίγραφα ἔχουσιν ἐπίπερκος), Πολυδ. Ε΄, 67.
Greek Monolingual
ἐπίπερκνος, -ον και ἐπίπερκος, -ον (Α) περκνός
μαυρειδερός, μελανόχρωμος, κυρίως για σταφύλια που ωριμάζουν και ειδ. για το χρώμα μερικών λαγών («δύο τὰ γένη αὐτῶν [τῶν λαγωῶν]
οἱ μὲν γὰρ μεγάλοι ἐπίπερκνοι», Ξεν.).
Greek Monotonic
ἐπίπερκνος: -ον, αυτός που είναι κάπως σκούρος, λέγεται για το χρώμα συγκεκριμένων λαγών, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐπί-περκνος, ον
somewhat dark, of the colour of certain hares, Xen.