ληϊστήρ

Revision as of 18:13, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, v. λῃστήρ.

German (Pape)

[Seite 39] ῆρος, ὁ, der Beutemacher, Plünderer, Räuber, wie λῃστής, Od. 3, 72 u. öfter; auch sp. D.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui fait du butin, pillard.
Étymologie: ληΐζομαι.

Greek Monolingual

ληϊστήρ, -ῆρος, ὁ (Α) βλ. ληστήρ.

Greek Monotonic

ληϊστήρ: -ῆρος, ὁ, Επικ. τύπος του λῃστής, κλέφτης, ιδίως, πειρατής, κουρσάρος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ληϊστήρ: ῆρος ὁ разбойник, грабитель Hom.