περικάκησις

Revision as of 18:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

εως, ἡ, extreme ill-luck, Id.1.85.2, al.

German (Pape)

[Seite 578] ἡ, großes Unglück, Verzweiflung mitten im Unglück, Pol. 1, 85, 2. 15, 29, 10.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
découragement, désespoir.
Étymologie: περικακέω.

Russian (Dvoretsky)

περικάκησις: εως (κᾰ) ἡ великое несчастье, отчаянное положение Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

περικάκησις: -εως, ἡ, ἀπελπιστικὴ κατάστασις, Πολύβ. 1. 85. 2, κτλ.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α περικακώ
πολύ μεγάλη δυστυχία, συμφορά, συσσώρευση δεινών, απελπιστική κατάσταση.

Greek Monotonic

περικάκησις: -εως, ἡ, υπερβολική ατυχία, σε Πολύβ.

Middle Liddell

περικάκησις, εως,
extreme ill-luck, Polyb.