ἀποτυχία
English (LSJ)
Ion. ἀποτυχίη, ἡ,
A failure, Democr.243, Din.1.29 (as v.l.), Plb.5.98.5, Phld.Rh.1.73 S., J.AJ16.9.1, etc.: c. gen., failure to obtain, στεφάνου, ὕδατος, Artem.5.78.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
fracaso ἐν δὲ ἑκάστῃ ἀποτυχίῃ τὸ πονεῖν ... ἀνιηρόν Democr.B 243, esp. bélico o político, Plb.5.98.5, 12.25i.5, 32.11.8, D.H.8.54, 9.54, οὐ δεῖ λυπεῖσθαι ἐπὶ ταῖς ἀποτυχίαις Aesop.13.3
•c. gen. subjet. fracaso, fallo ἄλλων ... ἀποτυχίαι los fallos de otros Phld.Po.B 18.15, cf. Rh.2.p.127Aur., ἀ. τῆς κλήσεως fracaso de la invocación Eun.VS 478
•c. gen. obj. fracaso, no consecución τῶν ἐπινοηθέντων Plb.9.12.10, γάμου I.AI 16.275, ἀ. ὕδατος ... ἀ. στεφάνου en un sueño, Artem.5.78, πέψεως Gal.11.263, 10(1).5, τῶν χρημάτων Sch.Ar.Pl.88, φιλοκύνηγον δ' οὖσαν ἐν ταῖς ἀποτυχίαις ἀνθρώπους ἀντὶ τῶν θηρίων κατατοξεύειν (dice que) siendo aficionada a la caza, cuando no la encontraba, disparaba contra los humanos D.S.4.45, τῆς εὐθείας ὁδοῦ Didym.M.39.1401D.
German (Pape)
[Seite 333] ἡ, das Verfehlen, Mißlingen, Unglück, Pol. 5, 98, 5 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
échec, mauvaise fortune.
Étymologie: ἀποτυγχάνω.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτῠχία: τὸ ἀποτυχεῖν, ἀτυχία, Δείναρχ. 94. 6, Πολυδ. Ε΄, 98. 5, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM ἀποτυχία) αποτυχής
ανεπιτυχής έκβαση προσπάθειας
αρχ.-μσν.
κακή ή δυσμενής τύχη, ατυχία.