μίγδα

Revision as of 11:45, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

Adv. promiscuously, confusedly, Od.24.77, h.Cer.426, Alc. 70: c. dat., μίγδ' ἄλλοισι θεοῖσι among the gods, Il.8.437.

German (Pape)

[Seite 182] wie μίγα, gemischt, vermischt; μίγδ' ἄλλοισι θεοῖσι, mit den Göttern, Il. 8, 437; ὀστέα σοῦ καὶ Πατρόκλου κεῖται μίγδα, Od. 24, 77; H. h. Cer. 426.

French (Bailly abrégé)

adv.
confusément, pêle-mêle.
Étymologie: R. Μιγ, mêler ; v. μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

μίγδᾰ: adv. вперемешку, вместе (κεῖσθαι Hom.): μ. ἄλλοισι θεοῖσι Hom. вместе с прочими богами.

Greek (Liddell-Scott)

μίγδᾰ: Ἐπίρρ., ἀναμίξ, Ὀδ. Ω. 77, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 426· μετὰ δοτ., μίγδα θεοῖς, μεταξὺ τῶν θεῶν, Ἰλ. Θ. 437. Πρβλ. μίγα.

English (Autenrieth)

promiscuously, together, Il. 8.437, Od. 24.77.

Greek Monolingual

μίγδα (Α)
επίρρ. ανακατεμένα, ανάμικτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- του μίγνυμι/μείγνυμι + επιρρμ. κατάλ. -δα (πρβλ. κρύβδα, φυγδα)].

Greek Monotonic

μίγδᾰ: επίρρ. -μίγα, αναμεμειγμένα, ανάκατα, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ., μίγδα θεοῖς, ανάμεσα στους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

= μίγα
promiscuously, confusedly, Od.; c. dat., μίγδα θεοῖς among the gods, Il.