εως, ἡ, (ἀλοάω) threshing, Gloss.:—ἀλοίησις, EM74.22.
-εως, ἡ• Alolema(s): ἀλοίησις EM 976trilla τῶν καρπῶν AB 208, ἀσταχύων EM l.c., v. ἀλώησις.
[Seite 108] ἡ, das Dreschen, B. A. 208.
ἀλόησις: -εως, ἡ, (ἀλοάω) το ἁλώνισμα, Γλωσσ.
ἀλόησις, η (Α) [ἀλοῶ]1. αλωνισμός, αλώνισμα2. η εποχή του αλωνίσματος.
Bulgarian: вършитба; Finnish: puinti; Galician: maza, malla; Greek: αλώνισμα, αλωνισμός; Ancient Greek: ἁλοατός, ἀλόησις, ἀλοησμός, ἀλοητός, ἀλοίησις, ἀλώησις, ἁλωισμός, ἁλωνία, ἐκτιναγμός, ῥαβδισμός; Italian: trebbiatura; Russian: молотьба; Turkish: harman; Ukrainian: молотьба