απλόχερο

Revision as of 00:51, 25 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=απλοχέρης, απλοχέρα, απλοχέρικο κ. απλόχερος, απλόχερη, απλόχερο<br /><b>1.</b> α...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

απλοχέρης, απλοχέρα, απλοχέρικο κ. απλόχερος, απλόχερη, απλόχερο
1. ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος
2. αυτός που ξοδεύει χωρίς να λογαριάζει τα οικονομικά του, σπάταλος
3. αυτός που απλώνει χέρι στα ξένα πράγματα, ο κλέφτης.