απλόχερη
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
απλοχέρης, απλοχέρα, απλοχέρικο κ. απλόχερος, απλόχερη, απλόχερο
1. ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος
2. αυτός που ξοδεύει χωρίς να λογαριάζει τα οικονομικά του, σπάταλος
3. αυτός που απλώνει χέρι στα ξένα πράγματα, ο κλέφτης.