απλόχερος

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek Monolingual

απλοχέρης, απλοχέρα, απλοχέρικο κ. απλόχερος, απλόχερη, απλόχερο
1. ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος
2. αυτός που ξοδεύει χωρίς να λογαριάζει τα οικονομικά του, σπάταλος
3. αυτός που απλώνει χέρι στα ξένα πράγματα, ο κλέφτης.

Translations

generous

Aghwan: 𐕣𐕒𐕡𐔾𐕐𐔰𐔳; Arabic: كَرِيم‎; Egyptian Arabic: كريم‎; Armenian: շռայլ; Azerbaijani: əliaçıq, səxavətli, comərd; Bashkir: йомарт; Basque: eskuzabal, emankor; Belarusian: шчодры; Bulgarian: щедър; Catalan: generós; Chinese Mandarin: 慷慨, 大方, 寬宏大量, 宽宏大量, 寬厚, 宽厚; Czech: štědrý; Danish: generøs; Dutch: gul, genereus, vrijgevig, scheutig; Esperanto: malavara, sindona, donacema, grandanima, oferema; Finnish: antelias; French: généreux; Galician: xeneroso; Georgian: გულუხვი, სულგრძელი; German: großzügig, generös; Greek: ανοιχτοχέρης, απλοχέρης, απλόχερος, αρχοντάνθρωπος, αφεντάνθρωπος, γαλάντες, γαλάντης, γαλαντόμος, γενναιόδωρος, γκαλάντης, δοτικός, κιμπάρης, κουβαρντάς, μεγαλόδωρος, πολύδωρος, χουβαρδάς, χουβαρντάς; Ancient Greek: ἀβάναυσος, ἀγαθόδωρος, ἤσιχερ, ἀσίχηρ, ἀφειδής, ἀφθόνητος, ἄφθονος, γενέρωσος, γεννάδας, δαψιλής, δημοτικός, δοτικός, δυναμικός, δωρηματικός, δωρητικός, δωροδόκος, ἐλευθέριος, ἐλεύθερος, εὐγενής, εὔδωρος, εὐηγενής, εὔθυμος, εὐμετάδοτος, ἠϋγενής, κοινωνατικός, κοινωνικός, μεγαλόφρων, μεγαλόψυχος, νεανικός, πλουσιόχειρ, πλουσιόψυχος, πολύδωρος, φιλάνθρωπος, φιλόδωρος, φιλότιμος; Hebrew: נדיב‎; Hungarian: nagylelkű, bőkezű, adakozó, nagyvonalú; Ido: jeneroza; Irish: mórchroíoch, gnaíúil; Italian: generoso; Japanese: 気の大きい, 気前の良い, 寛大; Kabuverdianu: roskon; Kazakh: береген; Ladino: sadikero; Latin: munificus, largus; Latvian: dāsns, devīgs; Maori: atawhai, nihowera, ohaoha, marae; Norwegian Bokmål: sjenerøs; Nynorsk: sjenerøs; Persian: بخشنده‎, راد‎; Plautdietsch: boarmherzich; Polish: hojny, szczodry; Portuguese: generoso, dadivoso, mão-aberta; Quechua: ruq'a; Romanian: generos, darnic; Russian: щедрый; Sanskrit: राति, मीढ्वस्; Scots: guidwilly; Serbo-Croatian Cyrillic: дарѐжљив, велико̀душан; Roman: darèžljiv, velikòdušan; Sinhalese: ත්‍යාගශීලි; Slovak: štedrý; Slovene: radodaren, darežljiv; Spanish: generoso, dadivoso, munificente; Swahili: karimu; Swedish: generös; Thai: ใจกว้าง, ใจสปอร์ต, เอื้อเฟื้อ, เผื่อแผ่, เอื้อเฟื้อเผื่อแผ่; Turkish: cömert, eli açık, selek, semih; Ukrainian: щедрий, гойний, щедротний; Vietnamese: rộng lượng, hào phóng; Welsh: hael