εξασθένηση
Greek Monolingual
η (Μ ἐξασθένησις) εξασθενώ (I)
1. κατάπτωση, εξάντληση («εξασθένηση του οργανισμού», «οικονομική εξασθένηση» κ.λπ.)
2. έλλειψη έντασης.
η (Μ ἐξασθένησις) εξασθενώ (I)
1. κατάπτωση, εξάντληση («εξασθένηση του οργανισμού», «οικονομική εξασθένηση» κ.λπ.)
2. έλλειψη έντασης.