αποστάτρια

Revision as of 09:45, 27 April 2023 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=αποστάτης, ο (θηλ. αποστάτρια κ. αποστάτισσα, η) (ΑΜ ἀποστάτης, θηλ. αποστάτις,...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

αποστάτης, ο (θηλ. αποστάτρια κ. αποστάτισσα, η) (ΑΜ ἀποστάτης, θηλ. αποστάτις, η)
1. στασιαστής, επαναστάτης
2. αρνησίθρησκος, εξωμότης
μσν.- νεοελλ.
ο απείθαρχος
νεοελλ.
1. (για ιερείς) αυτός που απέβαλε το ιερατικό σχήμα εκούσια
2. (για πολιτικούς) αυτός που εγκατέλειψε ένα πολιτικό κόμμα για να ενταχθεί σε άλλο
αρχ.
δούλος που ξέφυγε από τον κύριό του, δραπέτης.