αποστάτρια
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
αποστάτης, ο (θηλ. αποστάτρια κ. αποστάτισσα, η) (ΑΜ ἀποστάτης, θηλ. αποστάτις, η)
1. στασιαστής, επαναστάτης
2. αρνησίθρησκος, εξωμότης
μσν.- νεοελλ.
ο απείθαρχος
νεοελλ.
1. (για ιερείς) αυτός που απέβαλε το ιερατικό σχήμα εκούσια
2. (για πολιτικούς) αυτός που εγκατέλειψε ένα πολιτικό κόμμα για να ενταχθεί σε άλλο
αρχ.
δούλος που ξέφυγε από τον κύριό του, δραπέτης.