αποστάτισσα
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
Greek Monolingual
αποστάτης, ο (θηλ. αποστάτρια κ. αποστάτισσα, η) (ΑΜ ἀποστάτης, θηλ. αποστάτις, η)
1. στασιαστής, επαναστάτης
2. αρνησίθρησκος, εξωμότης
μσν.- νεοελλ.
ο απείθαρχος
νεοελλ.
1. (για ιερείς) αυτός που απέβαλε το ιερατικό σχήμα εκούσια
2. (για πολιτικούς) αυτός που εγκατέλειψε ένα πολιτικό κόμμα για να ενταχθεί σε άλλο
αρχ.
δούλος που ξέφυγε από τον κύριό του, δραπέτης.