ευκοίλιος

Revision as of 06:45, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ εὐκοίλιος, -ον)
αυτός που διευκολύνει την κένωση της κοιλιάς, ο ενεργητικός, ο εκκενωτικός, ο υπακτικός (α. «ευκοίλια φάρμακα» β. «τι δυσκοίλιον ἤ εὐκοίλιον», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την κοιλιά εύκολη στις κενώσεις, ο εύκολος στις κενώσεις
2. αυτός που πάσχει από ευκοιλιότητα
3. (για τροφές) αυτός που χωνεύεται εύκολα και εξέρχεται από τη φυσική οδό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. δυσκοίλιος].