χρυσομανής

Revision as of 06:55, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ές, mad after gold, σπατάλη AP5.301.2 (Agath.): hence χρυσο-μᾰνέω, Suid.; χρυσο-μᾰνία, ἡ, Tz H.3.301 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1381] ές, goldtoll, rasend auf Gold versessen, goldgierig, σπατάλη Agath. 3 (V, 302).

Russian (Dvoretsky)

χρῡσομᾰνής: помешанный на золоте, одержимый страстью к золоту (σπατάλη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χρυσομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸν χρυσόν, Ἀνθ. Π. 5. 302, Ἐκκλ.· - τὸ ῥῆμα -μανέω, Σουΐδ.· - τὸ οὐσιαστ. -μανία, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 301.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που επιθυμεί με μανία τον πλούτο, χρυσολάτρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναιμανής].