χρυσομανής
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
χρυσομανές, mad after gold, σπατάλη AP5.301.2 (Agath.): hence χρυσομανέω, Suid.; χρυσομανία, ἡ, Tz H.3.301 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1381] ές, goldtoll, rasend auf Gold versessen, goldgierig, σπατάλη Agath. 3 (V, 302).
Russian (Dvoretsky)
χρῡσομᾰνής: помешанный на золоте, одержимый страстью к золоту (σπατάλη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χρυσομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸν χρυσόν, Ἀνθ. Π. 5. 302, Ἐκκλ.· - τὸ ῥῆμα -μανέω, Σουΐδ.· - τὸ οὐσιαστ. -μανία, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 301.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που επιθυμεί με μανία τον πλούτο, χρυσολάτρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναιμανής].