φαλαντίας

Revision as of 08:11, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")

English (LSJ)

ου, ὁ, bald man, Luc.Philops.18.

German (Pape)

[Seite 1253] ὁ, = φαλανθίας, v.l. bei Luc., Poll. 2, 26.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chauve sur le front.
Étymologie: φαλός.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλαντίας: ου adj. m Luc. = φάλανθος.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός, Λουκ. Φιλοψευδ. 18.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλανθος «αυτός που είναι φαλακρός στο μέτωπο» + επίθημα -ίας (πρβλ. μετωπ-ίας). Το -ντ- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς τα ρηματ. επίθ. σε -αντος (πρβλ. ἀθέρμαντος, ἀλεύκαντος)].

Greek Monotonic

φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός άντρας, σε Λουκ.

Middle Liddell

[from φάλανθος
a bald man, Luc.