χωροφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, guard or watcher of a country or place, Gloss., dub. in CIG5040 (Nubia).
German (Pape)
[Seite 1388] ακος, ὁ, Wächter des Landes, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χωροφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, φύλαξ φυλάττων χώραν τινὰ ἢ τόπον, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5040, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Bockh.
Greek Monolingual
χωροφύλακας, ο και η / χωροφύλαξ, -ακος, ὁ, ΝΜΑ, τ. θηλ. χωροφυλακίνα και τ. πληθ. αρσ. χωροφύλακες και χωροφυλάκοι Ν
νεοελλ.
οπλίτης της χωροφυλακής
μσν.-αρχ.
ο φύλακας μιας χώρας ή ενός τόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα / χῶρος + φύλαξ, -ακας (πρβλ. λιμενοφύλαξ)].