χιλιόπους

Revision as of 16:39, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 1356] οδος, ὁ, ἡ, neutr. -πουν, tausendfüßig, der Tausendfuß, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιλίους πόδας· - ὡς οὐσιαστ., ζῳύφιον σκωληκοειδὲς μετ’ ἀναριθμήτων ποδῶν, Γλωσσ., πρβλ. τῆς συνηθείας: «σαρανταπόδαρος».

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ
αυτός που έχει χίλια ή, γενικά, πολλά πόδια
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ.χιλιόπους
η σαρανταποδαρούσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. δεκάπους, οκτάπους].