δεκάπους
English (LSJ)
ὁ, ἡ, δεκάπουν, τό, ten feet long, Ar.Ec.652; ἄκαινα Call.Aet.Fr.7.6P.
Spanish (DGE)
-ουν
• Alolema(s): δεκάπος IG 13.474.24 (V a.C.), SEG 37.491 (Magnesia, Tesalia V/IV a.C.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
de diez pies de largo λίθος ... με͂κος δ. IG l.c., σανίδες ... μῆκος δεκάποδες IG 22.1672.151, 152 (Eleusis IV a.C.), μέτωπον ... εἰς ... τὸ εἴσω δεκάπουν IG 22.1668.24 (Eleusis IV a.C.), ὅταν ᾖ δεκάπουν τὸ στοιχεῖον cuando la sombra del reloj de sol sea de diez pies Ar.Ec.652, ἄκαιννα δ. una aguijada de diez pies, SEG l.c., cf. Call.Fr.24.6, Sch.A.R.3.1323b.
German (Pape)
[Seite 542] ουν, gen. ποδος, zehn Fuß lang, breit, Ar. Eccl. 652.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκάπους -ουν, gen. -ποδος [δέκα, πούς] van tien voet (ongeveer 3 meter).
Russian (Dvoretsky)
δεκάπους: 2, gen. ποδος размером в десять греч. футов (т. е. ок. 3 м) Arph.
Greek Monolingual
-ουν (Α)
βλ. δεκάποδος.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, δέκα ποδῶν μῆκος ἔχων, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 652.