περίωπος

Revision as of 16:43, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

English (LSJ)

ον, visible all round, Hsch. s.v. ἀμφίσωπον: in Orph.A.14 περιωπέα… Ἔρωτα is prob. f.l. for πυριωπέα.

Greek (Liddell-Scott)

περίωπος: -ον, ὁρατὸς πανταχόθεν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀμφίσωπον· ― ἐν τοῖς Ὀρφ. Ἀργ. 14 ἀντὶ περιωπέα, κυδρὸν Ἔρωτα, ὁ Ruhnk. προύτεινε πυρσωπέα, ἀλλ’ ἴσως ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι ἀπερωπέα (ποιητ. ἀντὶ ἀπεριωπέα), ἴδε ἀπέρωτος.

Greek Monolingual

-ον, Α
φανερός από παντού, περίοπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ωπος (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός, όψη»), πρβλ. μέτωπον, πρόσωπον].